αδευτέρωτα

αδευτέρωτα
επίρρ. обл залпом, без передышки.

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αδευτέρωτα" в других словарях:

  • αδευτέρωτος — η, ο [δευτερώνω] 1. αυτός που δεν γίνεται ή δεν έγινε για δεύτερη φορά, ανεπανάληπτος 2. (για χωράφια) αυτός που δεν οργώθηκε δεύτερη φορά επίρρ. αδευτέρωτα μονορούφι, μια κι έξω …   Dictionary of Greek

  • αδευτέρωτος — η, ο αυτός που δεν επαναλαμβάνεται δεύτερη φορά, μια κι έξω: Τα χτυπήματα που έδινε ήταν αδευτέρωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»